ΕΡΩΤΑ
Που βασιλιάδες και θνητούς στο ίδιο στρέμμα τους κοιμίζεις
Και λογαριάζεις κάθε απανεμιά
και συγκαταλέγεις τη δόξα και τη φήμη
Και δυνατός και ανδρείος τους άνδρες τους λυγίζεις
Αγόρια να παίρνουν το χορό
και τα κορίτσια, όπως γυμνά αγκαλιάζοντας το χρόνο να φιμώνεις
Και άλλοτε σωπαίνεις
Και στις κατάρες τρέχεις θήραμα
και στα λόγια τα γλυκά κυνηγός τους είσαι
Κάθε καρδιά πιο γρήγορα χτυπά
Και τα λιοντάρια ακέφαλα σκορπίζεις στις αρένες
με δόντια κοφτερά που και με τα σάλια σου λαβώνεις
Αίμα δεν τρέχεις και νερό, όμως πονά ο καθένας μας στη γλώσσα σου
Δίκοπο το τόξο
τους βράχους και τα βότσαλα στη δίνη σου αγριεύεις
μαθαίνοντας μάνα να μισούν και πεθερό να κλαίει
που χρόνια πέρασαν και θα περνούν κι εσύ ο ίδιος πάντοτε θα μένεις
Που θα παντρεύεις άλογα και ύαινες,
σκυλιά και κόκαλα
και που ο θάνατος τόσο σε ποθεί κι εκείνος θα λυσσάει
Που άλλος πόθος στο χαμό Σου
άλλο δε θα πεθαίνει.
Που βασιλιάδες και θνητούς στο ίδιο στρέμμα τους κοιμίζεις
Και λογαριάζεις κάθε απανεμιά
και συγκαταλέγεις τη δόξα και τη φήμη
Και δυνατός και ανδρείος τους άνδρες τους λυγίζεις
Αγόρια να παίρνουν το χορό
και τα κορίτσια, όπως γυμνά αγκαλιάζοντας το χρόνο να φιμώνεις
Και άλλοτε σωπαίνεις
Και στις κατάρες τρέχεις θήραμα
και στα λόγια τα γλυκά κυνηγός τους είσαι
Κάθε καρδιά πιο γρήγορα χτυπά
Και τα λιοντάρια ακέφαλα σκορπίζεις στις αρένες
με δόντια κοφτερά που και με τα σάλια σου λαβώνεις
Αίμα δεν τρέχεις και νερό, όμως πονά ο καθένας μας στη γλώσσα σου
Δίκοπο το τόξο
τους βράχους και τα βότσαλα στη δίνη σου αγριεύεις
μαθαίνοντας μάνα να μισούν και πεθερό να κλαίει
που χρόνια πέρασαν και θα περνούν κι εσύ ο ίδιος πάντοτε θα μένεις
Που θα παντρεύεις άλογα και ύαινες,
σκυλιά και κόκαλα
και που ο θάνατος τόσο σε ποθεί κι εκείνος θα λυσσάει
Που άλλος πόθος στο χαμό Σου
άλλο δε θα πεθαίνει.