Μια ηλιαχτίδα φωτίζει στο μέτωπο σου,
όσο το μεσημέρι οι δυο μας περπατάμε
Άλλοτε ήθελες να παίζω στο λαιμό σου
Στο δρόμο που περπάτησαν οι φίλοι
τ’ αποτυπώματα τους καρφωμένα
Μου έλεγες δεν ήταν για κανένα
τα παραπονεμένα τους τα χείλη
Στρατιές πυροδοτούσανε στην Άνω πόλη
κι ο ουρανός από γαλάζιος ‘γινε μαύρος
Τον ουρανό φοβόσουν που κοιτούσαν όλοι
απ’ τη Θεσσαλονίκη μέχρι και το Άργος
Στο δρόμο που περπάτησαν οι φίλοι
σταμάτησες σε μι’ άκρη και μου είπες:
«Δεν δόθηκαν σε μας τυχαία οι λύπες,
ακόμα αυτός ο κόσμος μας οφείλει.»
ακόμα αυτός ο κόσμος μας οφείλει.»