Από σαρκίο σκαλιστό
μες στου νου την ολέθρια καταδίκη
τόσο αχνιστά που σκορπάει ο άνεμος
σε αχινού άνυδρου σπιτιού
και βολεμένου
Έχω στα μάτια μου το πρίσμα μιας ολόλευκης κατοικίας
μιας Ανί-πότης πνοής·
στοχευμένη ράτσα
Τα σκυλιά που ορμούν δεν σαλεύουν
σαλεύει μόνο το δάγκωμα του ήχου τους
σκέψη σαν ορισμός
μιας μεσόκοπης γυναίκας
Τόσο άνανδρα
τόσο απόλυτα σκεπαστή αυτή η κουβέρτα
κι ο χειμώνας χειμαρρώδης
ατελείωτος
Σπλάχνο εμβρύου μιας Μόνα Λίζα
στο στόμα που δε γέλασε ποτέ
Έμβρυο μιας μόνης Λίζα
στο στόμα που δεν σφράγισε
μες στου νου την ολέθρια καταδίκη
τόσο αχνιστά που σκορπάει ο άνεμος
σε αχινού άνυδρου σπιτιού
και βολεμένου
Έχω στα μάτια μου το πρίσμα μιας ολόλευκης κατοικίας
μιας Ανί-πότης πνοής·
στοχευμένη ράτσα
Τα σκυλιά που ορμούν δεν σαλεύουν
σαλεύει μόνο το δάγκωμα του ήχου τους
σκέψη σαν ορισμός
μιας μεσόκοπης γυναίκας
Τόσο άνανδρα
τόσο απόλυτα σκεπαστή αυτή η κουβέρτα
κι ο χειμώνας χειμαρρώδης
ατελείωτος
Σπλάχνο εμβρύου μιας Μόνα Λίζα
στο στόμα που δε γέλασε ποτέ
Έμβρυο μιας μόνης Λίζα
στο στόμα που δεν σφράγισε